αλο-

αλο-
(Α ἁλο-) Γλωσσ.
α' συνθετικό λέξεων τόσο τής αρχαίας όσο και τής νέας Ελληνικής, που ετυμολογικά συνδέεται με το αρχαίο ουσιαστικό ἃλς «αλάτι, θάλασσα». Ως α' συνθετικό το αλο- σημαίνει συνήθως «αλάτι» και σπανιότερα «θάλασσα». Στη νέα Ελληνική απαντούν κατά κανόνα λέξεις τής επιστημονικής ορολογίας με α' συνθετικό αλο-, οι περισσότερες από τις οποίες αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική ξένων επιστημονικών όρων (λ.χ. αγγλ. halothane, πρβλ. αλοθάνιο
νεολατιν. halosaurus, πρβλ. αλόσαυρος κ.λπ.).Παραδείγματα συνθέτων λέξεων με α' συνθετικό αλο-, «αλάτι»: αρχ. ἁλοφόρος, ἁλότριψ
αρχ.-μσν.
ἁλοθήκη
μσν.
ἁλοπώλης, ἁλοτρίβανος
νεοελλ.
αλογόνα, αλοθάνιο, αλόμετρο, αλόμορφος, αλόξυλο, αλοτεστίνη, αλοτριχίτης, αλοϋδρίνες, αλόφιλος, αλόφυτα, αλοχρωμία.Παραδείγματα σύνθετων λέξεων με α' συνθετικό αλο-, «θάλασσα»: αρχ. ἁλουργής
νεοελλ.
αλοβάτης, αλοβένθος, αλοβία, αλόβιοι, αλορ(ρ)αγίδες, αλόσαυρος. (Βλ. και αλι-).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -αλο — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών τής Νεοελληνικής, πρβλ. θρύψ αλο, χούφτ αλο, που προέρχεται από αρχαία και μεταγενέστερα ουσιαστικά σε αλον, πρβλ. βράχ αλον, κρότ αλον, πέτ αλον …   Dictionary of Greek

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • θρούβαλο — και θρούψαλο, το το θρύψαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύψω < θρύπτω + κατάλ. αλο* (πρβλ. θρύψ αλο, χούφτ αλο)] …   Dictionary of Greek

  • θρύψαλο — και θρούψαλο και θρούβαλο, το το θρύμμα, το σύντριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω (πρβλ. θρύψω, έθρυψα) + κατάλ. αλο* (πρβλ. καύκ αλο, χούφτ αλο)] …   Dictionary of Greek

  • πόρταλο — το, Ν μικρή πόρτα, πορτούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρτα + κατάλ. αλο (πρβλ. κρότ αλο, πέτ αλο] …   Dictionary of Greek

  • θρούψαλο — το το θρύψαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω (πρβλ. έ θρυψα) + κατάλ. αλο (πρβλ. θρούβ αλο)] …   Dictionary of Greek

  • χούφταλο — και φούχταλο, το, Ν (σκωπτ.) πολύ γέρος άνθρωπος που δεν έχει καμία σωματική ή ψυχική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούχτα / χούφτα + κατάλ. αλο (πρβλ. θρύψ αλο). Κατ άλλους, ωστόσο, ο τ. έχει προέλθει μέσω ιδιωματικού τ. κούφταλο / κούχτελο από το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ψίχαλο — το, Ν ψίχουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. αλο (πρβλ. ρόπ αλο)] …   Dictionary of Greek

  • Παγασές — Σημαντική πόλη της αρχαίας Πελασγιώτιδας. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στα ερείπια της αρχαίας Δημητριάδας, στην αρχή της εθνικής οδού Βόλου Αθήνας. Οι Π. ήταν επίνειο των αρχαίων Φερών (σημ. Βελεστίνο) και μαζί με την Ιωλκό και την Άλο… …   Dictionary of Greek

  • ало́э — нескл., ср. Название тропических и субтропических травянистых растений с толстыми мясистыми продолговатыми листьями, используемыми в медицине. [греч. ’αλοη] …   Малый академический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”